- συνεχθαίρω
- Ααπεχθάνομαι, μισώ κάποιον εξίσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐχθαίρω «μισώ, εχθρεύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεχθαίρει — συνεχθαίρω hate together pres ind mp 2nd sg συνεχθαίρω hate together pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέχθω — Α (ποιητ. τ.) συνεχθαίρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔχθω «μισώ, εχθρεύομαι»] … Dictionary of Greek
συνεχθραίνω — Α συνεχθαίρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐχθραίνω «μισώ, εχθρεύομαι»] … Dictionary of Greek